γεφυρωτής

γεφυρωτής
ο
1) см. γεφυροποιός; 2) перен. примиритель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γεφυρωτής" в других словарях:

  • γεφυρωτής — ο (Α γεφυρωτής) [γεφυρώ] γεφυροποιός …   Dictionary of Greek

  • γεφυρωτής — ο ο γεφυροποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεφυρωτάς — γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc acc pl γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»